ἱδρώσῃ

ἱδρώσῃ
ἱδρώσηι , ἵδρωσις
sweating
fem dat sg (epic)
ἱ̱δρώσῃ , ἱδρόω
sweat
aor subj mid 2nd sg
ἱ̱δρώσῃ , ἱδρόω
sweat
aor subj act 3rd sg
ἱ̱δρώσῃ , ἱδρόω
sweat
fut ind mid 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ίδρωση — η (Α ἵδρωσις) [ιδρώω] η έκκριση ιδρώτα, η εφίδρωση …   Dictionary of Greek

  • ίδρωση — η έκκριση ιδρώτα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • οσμιδρωσία — και οσμίδρωση, η έκκριση δύσοσμου ιδρώτα, αλλ. βρωμιδρωσία ή κακιδρωσία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. osmidrosis < οσμή + ίδρωση (< ιδρώνω). Η λ., στον λόγιο τ. οσμίδρωσις, μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • υπερίδρωση — η, Ν ιατρ. παθολογικά αυξημένη έκκριση ιδρώτα, γενικευμένη ή τοπική, που παρατηρείται κυρίως κατά την υποχώρηση εμπύρετων νοσημάτων, αλλ. υπεριδρωσία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hyperhidrosis < υπερ * + ίδρωση. Η λ., στον λόγιο τ.… …   Dictionary of Greek

  • υφίδρωση — η, Ν παθολογική ελάττωση τής έκκρισης τών ιδρωτοποιών αδένων. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο) * + ίδρωση] …   Dictionary of Greek

  • χρωμιδρωσία — η, Ν ιατρ. έκκριση χρωματιστού ιδρώτα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. chromidrosis / chromhidrosis (< χρώμα + ίδρωση «εφίδρωση»). Η λ., στον λόγιο τ. χρωμίδρωσις, μαρτυρείται από το 1896 στο περιοδικό Ιατρική Πρόοδος Σύρου] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”